Newsitamea.gr
AMEA news NEWS FEED

“Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς ανάπηροι!” Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους από τον Ηλία Βογιατζή

Ακολουθήστε μας στο GOOGLE NEWS και FACEBOOK

“ Όλες τις φορές και όλους τους καιρούς, όσο ο άνθρωπος βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο προσπαθούσε να διεκδικήσει τη δύναμη για το πώς θα είναι ο πιο δυνατός. Να γίνει Χαλίφης στη θέση του Χαλίφη, να προσπαθεί για το πολύ κακό για το τίποτα, να ψάχνει αξίες που δεν έμαθε τι σημαίνουν και πώς να τις διεκδικήσει. Να γίνει άνθρωπος στη θέση αυτού που ήθελε να αφήσει πίσω, ένα ανθρωπάκι δηλαδή.”

Κάπου στα μισά αυτού του αόριστου χρονικού ορίζοντα γεννήθηκε ο μικρός μας ήρωας, ο Ονειροπαρμένος. Μη γελάτε, μπορεί να μην πήρε το όνομα αυτό από όταν γεννήθηκε, όμως σφραγίστηκε πάνω του από πολύ μικρή ηλικία. Έκανε όνειρα για ένα κόσμο με χαμόγελο, με χαρά, με φίλους και με πολλά ζωάκια. Φαντάζονταν την μεγάλη του πόλη ως την καλύτερη του κόσμου και πως αυτός όσο μεγάλωνε θα την έκανε ακόμα καλύτερη.

Ο Ονειροπαρμένος ήταν μοναχοπαίδι και ενώ συνήθως λένε πως αυτά τα παιδιά είναι κακομαθημένα, ο ίδιος ήταν πολύ συνετό παιδί. Έμαθε από μικρός να παίζει μόνος, να ψάχνει την τροφή του σε παραμύθια, να ζει μέσα από το νερό που τον πότιζαν τα όνειρα του. Όταν πήγε για πρώτη φορά στο σχολείο κατάλαβε ότι είναι διαφορετικός από τα άλλα παιδιά γιατί τα περισσότερα δεν χαμογελούσαν συνέχεια σαν αυτόν, δεν χοροπηδούσαν, δεν έπαιζαν ανέμελα. Το σχολείο για αυτόν είχε πολλές τάξεις, πάρα πολλές και χαίρονταν που για τόσο πολύ μεγάλο διάστημα θα μπορούσε να κάνει παρέα με άλλα παιδιά.

Όμως κάθε τάξη για αυτόν ήταν όλο και πιο δύσκολη. Κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν ήθελε να παίζει μαζί του συνέχεια, τα άλλα παιδιά ήταν το κάθε ένα κολλημένο στις δικές του ασχολίες. Δεν τον ενοχλούσε και πάρα πολύ γιατί έτσι ήταν και οι γονείς του, είχαν τις δουλείες τους, είχαν τα δικά τους χαμόγελα να ψάξουν να βρουν.

Ο Ονειροπαρμένος μερικές φορές προσπάθησε να ψάξει να τους τα βρει. Έψαχνε σε συρτάρια στο σπίτι, στα ντουλάπια, ανάμεσα σε πιάτα και ποτήρια που μερικά έσπασαν κιόλας πάνω στην αναζήτηση. Αυτό στοίχισε στους γονείς του πολύ γιατί εκτός από τις φωνές, δεν του χαμογελούσαν για πολλές μέρες μετά. Έτσι σταμάτησε να ψάχνει και απλά δημιουργούσε ζωγραφιές και τις έδειχνε στη μαμά και στο μπαμπά. Αυτοί όμως ήταν πολύ απασχολημένοι πάνω από κάτι μαύρα φωτεινά κουτιά ή κάτι άλλα μικρότερα και όλο κάτι έγραφαν και όλο κάτι άλλο είχαν να ασχοληθούν. Σχεδόν δεν τον κοιτούσαν όταν έδειχνε τις χειροτεχνίες του ή τα παιχνίδια του.

Μα φυσικά, ξέχασα να σας πω ότι ο Ονειροπαρμένος ενώ είχε πολλά παιχνίδια τα περισσότερα δεν του αρέσαν. Ήθελε να κατασκευάζει τα δικά του. Με χαρτόνι, με ξυλομπογιές και λίγη κόλλα είχε φτιάξει από αεροπλάνα μέχρι πολυκατοικίες. Μια φορά η μαμά του πάτησε κατά λάθος ένα σκυλάκι που είχε φτιάξει, έκλαψε λίγο αλλά μετά το ζωντάνεψε ξανά. Δεν ήταν ποτέ ίδιο, όμως ήταν το πρώτο του σκυλάκι. Ο μπαμπάς όταν έψαχνε ένα μαύρο καλώδιο να βάλει στο μαύρο του κουτί, έσπρωξε ένα δάσος και έσπασε πολλά κλαδιά. Πάλι έκλαψε όμως σκέφτηκε ότι τα δέντρα ξαναφυτρώνουν και έτσι το δάσος έγινε πιο πράσινο μετά από καιρό.

Ήξερε ότι τον αγαπούσαν οι γονείς του, γιατί άκουγε που το έλεγαν φωναχτά και οι 2 στα μαύρα κουτάκια. Ο Ονειροπαρμένος θα ήθελε να το πουν στον ίδιο και όχι στα κουτάκια, όμως δεν πειράζει και πάλι χαμογελούσε όταν τους άκουγε κρυφά να μιλάνε σε αυτά.

Μετά από τις πολλές τάξεις στο σχολείο, έμαθε ότι πολλά παιδιά θα πήγαιναν σε ένα άλλο πιο μεγάλο σχολείο όμως αυτός δεν θα μπορούσε να πάει γιατί ήταν πολύ χαμογελαστός και το μόνο που έκανε ήταν να χτίζει έναν κόσμο δικό του με τα χαρτόνια και τις ξυλομπογιές του. Κάποιοι, αλλά λίγοι, συμμαθητές του τον αποχαιρέτησαν όταν τελείωσαν όλες οι τάξεις για αυτόν και δεν τους ξαναείδε ποτέ.

Του έλειπαν και ας μην έπαιζαν ποτέ μαζί του. Του άρεσε να τους παρατηρεί το πρωί να χασμουριούνται ακόμα στα θρανία, να απαντάνε στις ερωτήσεις της δασκάλας (αναρωτιόνταν όμως πάντα γιατί η δασκάλα δεν τον ρώταγε ποτέ κάτι και αυτόν), να τους βλέπει να τρέχουν στην αυλή. Αυτός ήταν υπερήρωας(του το είχε πει η θεία του αυτό), μπορούσε να γίνει αόρατος και έτσι κανείς δεν τον έβλεπε. Και με αυτή του τη δύναμη μπορούσε να βλέπει ανενόχλητος τους πάντες. Πόσο χαμογελούσε που ήταν ένας ήρωας στον κόσμο αυτό!

Εκείνο το καλοκαίρι μετά από πολλές εποχές που είχαν περάσει θα έρχονταν η γιαγιά και ο παππούς στο σπίτι. Δεν τους θυμόνταν πολύ καλά γιατί ίσως να τους είχε δει λίγες φορές. Τους αγαπούσε όμως γιατί του χάριζαν πάντα πολύχρωμα χαρτόνια και ξυλομπογιές, πάρα πολλές ξυλομπογιές. Μαζί με ξύστρες και σβήστρες και μολυβοθήκες. Ο μπαμπάς φώναζε που είχε τόσα χαρτιά πετάμενα στο δωμάτιο του αλλά ήταν ο δικός του κόσμος. Μερικές φορές έχανε μερικά σπίτια από τον κόσμο του, αλλά δεν τον πείραζε, έκλαιγε για λίγο και μετά έφτιαχνε άλλα.

Ήρθαν η γιαγιά και ο παππούς αλλά κρατούσαν ένα άλλο κουτί, διαφορετικό, πολύ πιο μεγάλο. Το αφήσαν στο δωμάτιο του και πήγαν κάθισαν όλοι μαζί στο δωμάτιο με τα πολλά μαύρα κουτιά και κουτάκια. Χαρούμενος ξεκίνησε να το ανοίγει. Όσο το άνοιγε φανερώθηκε μια ρόδα! Τρελάθηκε από τη χαρά του, συγκινήθηκε και συνέχιζε να ανοίγει το κουτί. Μετά είδε κάτι σίδερα και μια άλλη ρόδα ακόμα! Τότε κατάλαβε ότι είναι ένα διαφορετικό ποδήλατο, όλο δικό του!

Είχε δει που είχαν κάποια μακρόστενα ποδήλατα οι συμμαθητές του, μερικοί πήγαιναν με αυτά στο σχολείο. Τώρα θα έχει το δικό του που έχει και πιο μεγάλο κάθισμα και μαξιλαράκι. Είχε και κάτι μικρά ροδάκια, δεν ξέρει αυτά τι έκαναν όμως για να ήταν στο κουτί σημαίνει πως ήταν δικά του.

Όταν πήγε να φιλήσει τη γιαγιά και τον παππού με χαμόγελο, είδε πως αυτοί έκλαιγαν. Δεν τον αγκάλιασαν και πάλι τόσο σφιχτά όσο θα ήθελε όμως έκλαψε και αυτός για να τους κάνει παρέα. Μετά από λίγο όμως χαμογέλασε πάλι και του είπαν να καθίσει στο δωμάτιο του, στον μικρόκοσμο του.

Λίγες μέρες αργότερα ήθελε να ζωγραφίσει αλλά δεν μπορούσε, ζορίζονταν. Προσπάθησε να πάει να το πει στη μαμά του όμως δεν μπορούσε. Και έμεινε εκεί, να χαμογελάει απέναντι από το νέο του ποδήλατο. Ξάφνου του ήρθε μια ιδέα. Να ανεβεί πάνω για πρώτη φορά και να πάει με αυτό να βρει τους γονείς του. Σύρθηκε, χτύπησε στο κρεβάτι το κεφάλι του, όμως δεν το έβαλε κάτω. Έτσι μετά από αρκετή ώρα τα κατάφερε και σκαρφάλωσε σε αυτό. Τώρα, τι κάνω τώρα;

Κοιτούσε τις μεγάλες ρόδες και τις μικρές, κάπως θα πρέπει να κινούνται δεν μπορεί να είναι σαν τα δέντρα που ζωγράφιζε, ριζωμένα στο έδαφος! Τις ακούμπησε όπως όπως και συνειδητοποίησε ότι το ποδήλατο κουνήθηκε ελάχιστα προς τα εμπρός! Αυτό ήταν, έπρεπε με τα δαχτυλάκια του να προσπαθήσει να πάει μπροστά τις ρόδες.

Ζήτησε τη βοήθεια από τον τροχονόμο, τον φούρναρη, τον μπακάλη ακόμα και από τις γάτες που είχε στον μικρόκοσμο στο δωμάτιο του να τον βοηθήσουν. Με ένα μαγικό τρόπο το ποδήλατο προχωρούσε, πήγε προς την πόρτα, προχωρούσε στο διάδρομο. Μα πόσο γρήγορα έτρεχε τώρα! Έφτασε στην κουζίνα και του ήρθαν οι μυρωδιές του φαγητού. Όπως μπήκε μέσα η μαμά του έριξε το καπάκι της κατσαρόλας και τον κοιτούσε. Αυτός της χαμογελούσε και την είδε όμως να κλαίει και πάλι.

Ήθελε να της πει να μην κλαίει αλλά ότι θέλει να την βλέπει χαμογελαστή, όπως όταν τον έκανε μπάνιο μικρό, όπως όταν τον νανούριζε, τις ώρες που τον είχε αγκαλιά και του μιλούσε. Ξαφνικά έτρεξε κοντά του και τον ρώτησε αν είναι καλά: μα φυσικά και είμαι καλά μαμά, ανέβηκα μόνος μου στο νέο ποδήλατο της είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Η μαμά του ξέσπασε σε γέλια και εκείνη την ώρα ήρθε και ο πατέρας του σπίτι. Ήταν η ώρα που γυρνούσε από τη δουλειά.

Και εκείνος έδειξε να τα έχει χαμένα, σαν να βούρκωσε και όταν τον φώναξε η μαμά να πλησιάσει κοντά τους, τον αγκάλιασαν και οι δυο όπως περίμενε τόσα χρόνια να το κάνουν! Ψέλλισε ανάμεσα στο σφίξιμο ένα χαμηλόφωνο: σας ευχαριστώ που επιτέλους χαμογελάτε και με αγκαλιάζετε. Ξέρω πως είναι δύσκολο να καταλάβετε τον κόσμο μου, όμως εγώ είμαι καλά. Δεν μπορώ να καταλάβω τον δικό σας, ούτε τα άλλα παιδιά τα καταλάβαινα. Όμως ήμουν χαρούμενος που τους έβλεπα να γελάνε. Αυτό θέλω και για εσάς, να μου δίνετε λίγη σημασία, να είστε κοντά μου, να χαμογελάτε όταν χαμογελάω και να είμαστε μια οικογένεια!

Άραγε τον άκουσαν που τα έλεγε όλα αυτά ή όχι; Μερικές φορές ένιωθε πως όταν μιλούσε δεν τον άκουγαν. Όμως κάτι άλλαξε από εκείνο το καλοκαίρι. Ο μπαμπάς του τον βοηθούσε όλο και περισσότερο με τις ζωγραφιές του. Μάλιστα τώρα κατασκεύαζαν ακόμα και ουρανοξύστες και τρενάκια. Η μαμά του τον έπαιρνε βόλτες με το νέο ποδήλατο και πήγαιναν στα μαγαζιά, σε πάρκα, στην παιδική χαρά. Πόσα νέα χρώματα για τον Ονειροπαρμένο, πόσες νέες ιδέες, τόσες που το μυαλό του φώτιζε συνεχώς.

Μέχρι τα Χριστούγεννα χαμογελούσαν όλοι. Μάλιστα στο πάρκο γνώρισε και ένα παιδί που έγινε σύντομα ο πρώτος του φίλος. Τι φίλος δηλαδή, κολλητοί έγιναν. Ο Σκουντουφλάκος δεν είχε ποδήλατο αλλά είχε δυο μεγάλα μεταλλικά πόδια και με αυτά πήγαινε παντού, ανέβαινε τις σκάλες, έπαιζε με τη μπάλα.

Όταν έφτασε η πρωτοχρονιά, ζωγράφισε τον Άγιο Βασίλη. Τον κοιτούσε και σκέφτονταν τι δώρο να ζητήσει. Τελικά του είπε: δεν θέλω τίποτα να μου φέρεις. Θέλω απλά να σταματήσει ο κόσμος να κλαίει και να χαμογελάει, ακόμα και όταν πονάει όπως εγώ. Θέλω οι γονείς μου να είναι χαρούμενοι, ο φίλος μου ο Σκουντουφλάκος να έχει πολύ γερά μεταλλικά πόδια για να έρχεται να παίζουμε παρέα. Θέλω για τη νέα χρονιά να κάνεις τον υπόλοιπο κόσμο να μη μας κοιτάει περίεργα, να μην μας δείχνει με το δάχτυλο, απλά να μας χαμογελάει με αγάπη. Θέλω και φέτος να ζήσω για να κάνω ευτυχισμένο τον δικό μου μικρόκοσμο, γιατί μόνο εγώ έχω τα μάτια να τον βλέπω με τον τρόπο που μπορώ.

Δεν ήξερε και πάλι αν τον άκουσε ο Άγιος Βασίλης, όμως κάπου μέσα του βαθιά πίστευε στα θαύματα ακόμα και τώρα που μεγάλωσε. Γιατί τα θαύματα γίνονται μέσα μας και εμφανίζονται με ένα τεράστιο χαμόγελο. Γιατί τα θαύματα δεν είναι τα δώρα αλλά η ζωντάνια που μας διακρίνει.

Κοιμήθηκε σίγουρος πως η νέα χρονιά θα έχει πολλά ακόμα να του φέρει, όπως και η προηγούμενη. Δεν υπάρχει άλλωστε καλή ή κακή χρονιά για τον Ονειροπαρμένο. Είναι όλα ένα όμορφο όνειρο που στις 31 Δεκεμβρίου σβήνει και την 1η Ιανουάριου ξεκινά πάλι από την αρχή. Και κάπως έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς ανάπηροι…γιατί ξεχάσαμε να κάνουμε όνειρα για τη ζωή, σαν αυτά που κάνει ο μικρός μας ήρωας!

Καλή χρονιά με χαμόγελο σε όλο τον κόσμο!

Ο Ονειροπαρμένος

Παραμυθάς: Ηλίας Βογιατζής  

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Απάνθρωποι πριν τις Άγιες μέρες: 40χρονος έκλεψε μπαταρία από αναπηρικό αμαξίδιο στη Θεσσαλονίκη

Efi Nika

Απαράδεκτος, Ελληναράς πάρκαρε τα αμάξι επάνω στη νησίδα για να να πιει χαλαρός το καφεδάκι του – ΦΩΤΟ

Efi Nika

Ανάπηρος άνδρας περπάτησε ξανά με τη βοήθεια βλαστοκυττάρων

newsitamea