Μετά τη μεταμόσχευση στην στεφανιαία αρτηρία, η εμφυτευμένη φλέβα εκ φύσεως αναδιαμορφώνεται για να γίνει πιο «αρτηριακή», καθώς οι φλέβες έχουν πιο λεπτά τοιχώματα απ’ ό,τι οι αρτηρίες και έτσι φυσιολογικά αντέχουν μικρότερες πιέσεις του αίματος. Ωστόσο, κάτι μπορεί να πάει λάθος στην αναδιαμόρφωση, με συνέπεια το τοίχωμα της φλέβας να γίνει πολύ παχύ και έτσι να παρεμποδιστεί εκ νέου η ροή του αίματος.
Υπολογίζεται ότι αυτό το πρόβλημα εμφανίζεται στο 40% των εγχειρήσεων μπάι πας μέσα σε 18 μήνες από την εγχείρηση, σύμφωνα με τους ερευνητές, επικεφαλής των οποίων ήταν ο δρ Μάνφρεντ Μπόεμ, επικεφαλής του Εργαστηρίου Καρδιαγγειακής Αναγεννητικής Ιατρικής στο Εθνικό Ίδρυμα Καρδιάς, Πνευμόνων & Αίματος (NHLBI) των ΗΠΑ.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν τη μελέτη τους σε ποντίκια τα οποία είχαν υποβληθεί σε μπάι πας.
Εξετάζοντας τις μεταμοσχευμένες φλέβες των ζώων, διαπίστωσαν ότι υπεύθυνη για την υπερβολική πάχυνση του τοιχώματός τους είναι μία διαδικασία γωνστή ως ενδοθηλιομεσεγχυματική μετάβαση (EndoMT).
Κατ’ αυτήν, πολλά από τα ενδοθηλιακά κύτταρα που επιστρώνουν την εσωτερική επιφάνεια των φλεβών πολλαπλασιάζονται και μετατρέπονται σε πιο ινώδη κύτταρα, που μοιάζουν με τα μυϊκά (σ.σ. η καρδιά είναι ουσιαστικά ένας μεγάλος μυς).
Αυτά τα μεσεγχυματικά κύτταρα, όπως λέγονται, αρχίζουν να συσσωρεύονται στο εσωτερικό τοίχωμα της φλέβας, προκαλώντας της στένωση.
Την όλη διαδικασία προκαλεί η πρωτεΐνη TGF-Beta, η οποία ελέγχει τον πολλαπλασιασμό και την ωρίμανση πολυάριθμων ειδών κυττάρων.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η TGF-Beta υπερεκφράζεται λίγες ώρες μετά το μπάι πας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αναδιαμόρφωση της φλέβας αρχίζει πολύ σύντομα έπειτα από την εγχείρηση.
Ο δρ Μπόεμ και οι συνεργάτες τους εξέτασαν επίσης ανθρώπινες φλέβες, οι οποίες είχαν ληφθεί από αποτυχημένα μπάι πας, διαπιστώνοντας πως υπήρχαν και σε αυτές ενδείξεις ενδοθηλιομεσεγχυματικής μετάβασης.
Ειδικότερα, στα φλεβικά μοσχεύματα που είχαν αποτύχει έπειτα από λιγότερο από ένα χρόνο από το μπάι πας, πολλά από τα κύτταρα του φλεβικού τοιχώματος επεδείκνυαν τόσο ενδοθηλιακά όσο και μεσεγχυματικά κυτταρικά χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχα, στα μοσχεύματα που είχαν αποτύχει έπειτα από τουλάχιστον 6 χρόνια από το μπάι πας, τα κύτταρα του φλεβικού τοιχώματος ήταν κυρίως μεσεγχυματικά.
«Τα ευρήματα αυτά δείχνουν για πρώτη φορά ότι τα ενδοθηλιακά κύτταρα των φλεβών συμβάλλουν απ’ ευθείας στην αγγειακή στένωση έπειτα από μία εγχείρηση στεφανιαίας παρακάμψεως», δήλωσε ο δρ Μπόεμ.
Και πρόσθεσε: «Τώρα που καταλαβαίνουμε καλύτερα τον μηχανισμό που ευθύνεται γι’ αυτή τη στένωση, μπορούμε να αναζητήσουμε θεραπευτικές στρατηγικές για να την καταπολεμήσουμε».
Ο δρ Μπόεμ έδωσε ως πιθανή θεραπευτική επιλογή τη χορήγηση του φαρμάκου λοσαρτάνη, το οποίο χορηγείται για τη θεραπεία της υπέρτασης και είναι γνωστό ότι καταστέλλει την TGF-Beta.
Ωστόσο, θα απαιτηθούν πολλές μελέτες στο εργαστήριο πριν αρχίσουν μελέτες σε ανθρώπους.