Υπόσχεται να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχημένες γέννας
Οι ερευνητές που ανέπτυξαν την τεχνική, πιστεύουν ότι τελικά η μέθοδος τους θα υιοθετηθεί ευρύτερα από τις κλινικές που ασχολούνται με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Πάντως άλλοι επιστήμονες εμφανίζονται επιφυλακτικοί για την αποτελεσματικότητά της, έως ότου υπάρξει μια πλήρης τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που θα συγκρίνει τη νέα μέθοδο με τις ήδη υπάρχουσες.
Η πρωτοποριακή τεχνική παρακολουθεί την υγεία των εμβρύων λαμβάνοντας χιλιάδες διαδοχικές ψηφιακές φωτογραφίες από την πρώτη κιόλας στιγμή της γονιμοποίησης στο «σωλήνα» του εργαστηρίου, έως την μέρα της εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα, όταν πια έχει αυτό φθάσει στο στάδιο της βλαστοκύστης. Οι γιατροί μπορούν έτσι να κρίνουν ποιο έμβρυο έχει αναπτυχθεί καλύτερα έως εκείνη τη στιγμή και αυτό να εμφυτεύσουν, πράγμα που αυξάνει δραστικά την πιθανότητα μιας επιτυχούς γέννας.
Συνήθως περνάνε πέντε ημέρες ανάμεσα στην εξωσωματική γονιμοποίηση και στην εμφύτευση στη μήτρα και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα λαμβάνονται πάνω από 5.000 φωτογραφίες. Ένα υγιές έμβρυο πρέπει να έχει 23 χρωμοσώματα, όμως στην εξωσωματική γονιμοποίηση πάνω από τα μισά έχουν περισσότερα ή λιγότερα χρωμοσώματα, με συνέπεια τα έμβρυα είτε να αποτυγχάνουν να εμφυτευτούν σωστά στη μήτρα, είτε να αποβληθούν αργότερα, ενώ αν τελικά τα παιδιά γεννηθούν, μπορεί να πάσχουν από σύνδρομο Ντάουν ή άλλη γενετική πάθηση.
Οι βρετανοί ερευνητές ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα λογισμικού με τους λεγόμενους «μορφοκινητικούς αλγόριθμους», το οποίο αναλύει τις ψηφιακές φωτογραφίες του αναπτυσσόμενου εμβρύου και το αξιολογεί ως χαμηλού, μεσαίου ή υψηλού κινδύνου για την πιθανότητα εμφάνισης γενετικών ανωμαλιών.
Η νέα μη επεμβατική μέθοδος (που κοστίζει γύρω στα 1.000 ευρώ μέχρι στιγμής) μπορεί μελλοντικά να συνδυαστεί με τον επεμβατικό προεμφυτευτικό γενετικό έλεγχο των εμβρύων, που παρέχουν ορισμένες κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, αφαιρώντας ένα έως δύο κύτταρα από τον αναπτυσσόμενο έμβρυο, με κίνδυνο να γίνει ζημιά στα υπόλοιπα.