Συζητώντας με άλλες μαμάδες, όπως κάνουμε πάντα οι μαμάδες για τα παιδιά μας καταλήξαμε ότι στα σημερινά παιδιά δεν μπορείς να πεις «όχι».
Πολλές αντιδράσεις είναι έντονες και δεν περιορίζονται στα «μουτρώματα» και τα «νευράκια» που ξέραμε μέχρι τώρα. Πολύ συχνά είναι «βίαιες» και συνοδεύονται από κλωτσιές και αγκωνιές προς το γονιό, χτυπήματος στο χέρι στο τραπέζι και από επιθετικές εκφράσεις.
Πολλοί από τους γονείς που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα είναι από αυτούς – και αυτο μπορώ να το πω με βεβαιότητα – που είναι πάνω από τα παιδιά τους, που με λίγα λόγια είναι «καλό γονείς», ακόμα κι αυτό το «καλός» γονιός είναι παρεξηγημένο. Δεν είναι γονείς που πίνουν, που κακοποιούν τα παιδιά τους ή ο ένας τον άλλον, που λείπουν από το σπίτι αφήνοντας τα βλαστάρια τους στους πέντε ανέμους, που έχουν κακή σχέση μεταξύ τους. Είναι σαν εσένα και εμένα. Διαρκώς από πάνω. «Να μην τους λείψει τίποτα», να «συζητήσουν μαζί τους», να τα πάνε σε ένα μουσείο, να δουν μια ταινία μαζί. Τους αφιερώνουν χρόνο, παλεύουν γι΄αυτά και έχουν κι αυτοί τα πάνω τους και τα κάτω τους όπως όλοι μας.
Ωστόσο, δεν λένε και πολλά όχι. Και ποιος λέει; «Επιλέγω» λέει μια μητέρα «τις μάχες που θα δώσω» και στο τέλος από τις πολλές επιλογές μένεις σε μία, και χάνεις τις υπόλοιπες εννιά. «Προσπαθώ να συζητήσω μαζί τους» λέει η άλλη, «δεν έχω σηκώσει ποτέ χέρι πάνω τους λέει η τρίτη», «αυτοελέγχομαι και δεν υψώνω τη φωνή μου» λέει η τέταρτη. Κοιτάζοντάς τες και συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό μου μέσα σε αυτές αναρωτιέμαι τελικά «αφού τα παρέχουμε όλα», αφού «είμαστε κεριά αναμμένα δίπλα στα παιδιά μας», τι κάνουμε λάθος;
Τι φταίει και αυτό το φαινόμενο που διάβαζα τις προάλλες με την ονομασία «violencia filio-parental» που σημαίνει «όταν τα παιδιά δέρνουν τους γονείς τους» έχει κατακλύσει τη Δύση;
Το φαινόμενο αυτό «δεν αφορά παιδιά από “διαλυμένα” σπίτια ή εφήβους με παραβατική συμπεριφορά. Είναι ένα φαινόμενο που πλήττει πολύ συχνά πλέον “κανονικές” οικογένειες, από μεσαία στρώματα, συχνά ανώτερου μορφωτικού επιπέδου. Ξεκίνησε γύρω στο 2005 και κάθε χρόνο τα κρούσματα αυξάνονται. Πολλοί γονείς φοβούνται ή ντρέπονται να μιλήσουν. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν χωρίς κανείς να τολμά να τους πει “όχι”. “Δεν με αφήνεις να αγοράσω το κινητό που θέλω;”. “Δεν με αφήνεις να γυρίσω στο σπίτι ό,τι ώρα θέλω;
Θα σου δείξω εγώ”», διαβάζω σε πρόσφατο άρθρο του BHmagazino.
Οι εδικοί αποδίδουν το συγκεκριμένο φαινόμενο στην έλλειψη ορίων που είναι σαφές ότι είναι ένα σοβαρό γεγονός. Ωστόσο πιστεύω ότι ως γονείς πλέον έχουμε περάσει στο άλλο άκρο. Από το φόβο να μην είμαστε αυταρχικοί, από την έννοια μας να φροντίσουμε να ξεφύγουμε από το ζοφερό παρελθόν που οι δάσκαλοι χτυπούσαν τα παιδιά με χάρακα, οι γονείς άστραφταν χαστούκια και έκλειναν παιδιά σε αποθήκες και δωμάτια για τιμωρία, χάσαμε το δρόμο μας. Μεταμορφωθήκαμε σε ανεκτικούς, «φιλελεύθερους» γονείς που δεν ξέρουν τ θα πει «τιμωρία», τι θα πει «συνέπεια» και που ακολουθούν τη λογική πως όλα λύνονται μόνο με συζήτηση και κατανόηση, την οποία μπερδεύουμε με το να δίνουμε ελευθερίες στο παιδί μέχρι ασυδοσίας.
Η απουσία μας από το σπίτι λόγω δουλειάς, οι σκοτούρες της καθημερινότητας και τόσα άλλα μας κάνουν ως γονείς να νιώθουμε ενοχές που δεν αφιερώνουμε το χρόνο που θα θέλαμε στα παιδιά μας. Υποσεινείδητα λοιπόν προσπαθούμε να τα «εξαγοράσουμε» με το να τους είμαστε αρεστοί, έχοντας πάντα ένα άχγος «μην τα κακοκαρδίσουμε». Σαν αποτέλεσμα, είμαστε πιο χαλαροί, πιο ανεκτικοί, παρέχοντας ελευθερίες χωρίς να λέμε «όχι», χωρίς να τραβάμε μια κόκκινη γραμμή που λέει «ως εδώ» είτε για να μην γίνουμε «κακοί» είτε γιατί εμαστε πολύ κουρασμένοι για διενέξεις.
Πρέπει να ανακτήσουμε το κύρος μας, να πάρουμε εμείς τα ηνία στα χέρια μας και όσο τα παιδιά μας είναι ανήλικα γιατί είμαστε υπεύθυνοι για αυτό που θα γίνουν. Και ένα παιδί που μεταμορφώνεται σε τύραννο δεν κάνει μόνο τους άλλους δυστυχισμένους, αλλά είναι και το ίδιο.
ΠΗΓΗ: www.anapnoes.gr , www2.themamagers.gr