metaphor-ball

Ο ρόλος της διατροφής στο σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής

 

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παρουσιάστηκε έντονο ενδιαφέρον για διάφορους τομείς της διατροφής που μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τα υπερκινητικά παιδιά.

Το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής (Attention Deficit/ Hyperactivity Disorder, ADHD) συνιστά ένα σύνολο νευροψυχιατρικών συμπτωμάτων που εμφανίζεται στην παιδική ηλικία και συχνά επιμένει και στην ενήλικη ζωή.

Χαρακτηριστικά

Παρότι η διάγνωση γίνεται κυρίως εμπειρικά, ο όρος ADHD χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, όπως η ανησυχία, η ανικανότητα συγκέντρωσης, η κυκλοθυμία, τα ξεσπάσματα θυμού, τα προβλήματα ολοκλήρωσης έργου, η αποδιοργάνωση, η ανικανότητα αντιμετώπισης του άγχους και η παρορμητικότητα.

Συχνά τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται από υπερκινητικότητα, συναισθηματική ανωριμότητα, κατάθλιψη και μικρή μαθητική απόδοση, που στο σύνολό τους αυξάνουν το ψυχολογικό φορτίο της οικογένειας. Τα συμπτώματα συχνά αναγνωρίζονται πρώτα από τους δασκάλους των παιδιών, καθώς έχουν δυσκολία να σταθούν ακίνητα και αδυνατούν να συγκεντρωθούν, ακόμα και όταν πρέπει να απαντήσουν σε ερωτήσεις.

Αιτιολογία

Στην αιτιολογία του συνδρόμου φαίνεται να συνεισφέρουν πολλοί παράγοντες. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται: η ευαισθησία στα πρόσθετα τροφίμων, η δυσανοχή σε συστατικά τροφίμων, οι διατροφικές ανεπάρκειες, η δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα και η ατμοσφαιρική μόλυνση.

Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η μη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, πιθανότατα προκαλούμενη περιγεννητικά από περιβαλλοντική ρύπανση, μπορεί να προδιαθέτει την εμφάνιση του ADHD. Επίσης, παρατηρείται στατιστικά και κλινικά μεγαλύτερος κίνδυνος για εμφάνιση του ADHD στα παιδιά εκείνα, των οποίων ένας από τους δύο γονείς, εκδήλωσε ανάλογα συμπτώματα στην παιδική του ηλικία.

Τα τελευταία χρόνια, η γενετική έρευνα απεκάλυψε ότι το σύνδρομο κληρονομείται πιθανότατα μέσω πολυγονιδιακής μεταφοράς και αλληλεπίδρασης. Μεταξύ άλλων, φαίνεται να ενοχοποιούνται τα γονίδια που μετέχουν του μεταγωγικού συστήματος της ντοπαμίνης (αφού τα συμπτώματα μειώνονται αποτελεσματικά με αγωνιστές της, όπως η μεθυλοφαινιδάτη).

Ψυχιατρική και συμπεριφοριστική αντιμετώπιση

Η συμβατική αντιμετώπιση του ADHD θα πρέπει να συνιστά μια πολυεπίπεδη μακροπρόθεσμη προσέγγιση. Η συμπεριφοριστική αντιμετώπιση, μόνη της ή σε συνδυασμό με τη φαρμακευτική θεραπεία, μειώνει τα κύρια συμπτώματα του συνδρόμου.

Θεωρείται επίσης απαραίτητη η δημιουργία δεσμών με το σχολείο και το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, ώστε να βοηθηθεί πιο αποτελεσματικά το παιδί που υποφέρει από το σύνδρομο. Μια ολοκληρωμένη προσπάθεια αντιμετώπισης θα πρέπει να περιλαμβάνει: (i) ψυχολογική στήριξη/ εκπαίδευση για τα παιδιά, τους γονείς και άλλους, (ii) ψυχολογικές και συμπεριφοριστικές στρατηγικές, (iii) κοινωνική υποστήριξη, όπως ομάδες στήριξης των γονέων, οικονομική ενίσχυση και συνεχής φροντίδα, (iv) κατάλληλες εκπαιδευτικές στρατηγικές στο σχολείο, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας σε παιδιά με προβλήματα συντονισμού και (v) ενδεχόμενη εφαρμογή φαρμακοθεραπείας.

Ο ρόλος της διατροφής

Η επίδραση της διατροφής στο ADHD είναι ένα ζήτημα που μελετάται εδώ και πολλά χρόνια. Το 1979, οι Uhlig και συνεργάτες, εξέτασαν τη σχέση της δίαιτας με την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου των παιδιών με ADHD. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ευαισθησία σε συγκεκριμένα τρόφιμα όχι μόνο επηρεάζει τη συμπτωματολογία του συνδρόμου αλλά μπορεί να μεταβάλλει και την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παρουσιάστηκε έντονο ενδιαφέρον για διάφορους τομείς της διατροφής που μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τα υπερκινητικά παιδιά. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε κυρίως στα πρόσθετα τροφίμων, στα επεξεργασμένα σάκχαρα, στις τροφικές αλλεργίες και στο μεταβολισμό των λιποειδών.

Επίσης, εξετάστηκαν τα αμινοξέα αλλά και μικροθρεπτικά συστατικά, όπως οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, ο σίδηρος, το μαγνήσιο και ο ψευδάργυρος.

Πρόσθετα τροφίμων

Την υπόθεση των πρόσθετων των τροφίμων εισήγαγε πρώτος το 1975 ο Feingold, ο οποίος πρότεινε ότι οι συνθετικές χρωστικές και αρωματικές ουσίες των τροφίμων και τα φυσικά παρόντα σ’ αυτά σαλικυλικά άλατα, είναι υπεύθυνα για την υπερκινητικότητα κάποιων παιδιών.

Ακόλουθες έρευνες έδειξαν ότι μόνο σε ορισμένα παιδιά και υπό συγκεκριμένες συνθήκες, το διατροφικό αυτό πρότυπο (χωρίς πρόσθετα τροφίμων) έχει ευεργετικές επιδράσεις στη μείωση της συμπτωματολογίας. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας βέβαια, συγκρινόμενα με παιδιά σχολικής ηλικίας, μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα στις χρωστικές των τροφίμων, οπότε μπορεί να ανταποκριθούν καλύτερα στη δίαιτα του Feingold.

Τροφικές αλλεργίες

Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι μαθησιακές και συμπεριφοριστικές διαταραχές μπορεί να προκαλούνται και από τροφικές αλλεργίες. Οι περισσότερες παλαιότερες μελέτες εξέτασαν το ρόλο είτε των χρωστικών των τροφίμων είτε της ζάχαρης, στην εμφάνιση υπερκινητικότητας.

Εκτός του βενζοϊκού οξέος (συντηρητικό τροφίμων) και της ταρτραζίνης (χρωστική τροφίμων), στα οποία αντέδρασε αρνητικά το 79% των παιδιών, άλλα τρόφιμα που ενοχοποιήθηκαν είναι το αγελαδινό γάλα (67%), η σοκολάτα (59%), το σιτάρι (49%), τα πορτοκάλια (45%) και τα αυγά (39%).

Επεξεργασμένα σάκχαρα

Η υπόθεση ότι η κατανάλωση ζάχαρης μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει την υπερκινητικότητα είναι βάσιμη, δεδομένης της ολοένα και αυξανόμενης ποσότητας αυτής που καταναλώνουν τα παιδιά. Οι Langseth και Dowd, πραγματοποίησαν ένα 5ωρο τεστ ανοχής στη γλυκόζη σε 261 υπερκινητικά παιδιά, ηλικίας 7-9 ετών.

Το 74% των παιδιών είχε μη φυσιολογική καμπύλη γλυκόζης, το 50% των οποίων προσομοίαζε την υπογλυκαιμία. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η υπογλυκαιμία σχετίζεται με αυξημένη παραγωγή επινεφρίνης, που με τη σειρά της μπορεί να διεγείρει την απόκριση του νευρικού συστήματος.

Σε πιο ευαίσθητα άτομα, η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ζάχαρης μπορεί να προκαλέσει αντιδραστική υπογλυκαιμία, που μπορεί να διεγείρει την εμφάνιση συμπτωμάτων του ADHD. Ωστόσο, η επιστημονική βιβλιογραφία δεν υποστηρίζει την υπόθεση ότι η κατανάλωση ζάχαρης προκαλεί υπερκινητικότητα στα παιδιά.

Λιποειδή

Τα απαραίτητα λιπαρά οξέα (ω-3 και ω-6) λειτουργούν ως συστατικά των κυτταρικών μεμβρανών και ως πρόδρομα μόρια των εικοσανοειδών (που μεταφέρουν πληροφορίες από και προς τα κύτταρα). Το δοκοσαεξανοϊκό οξύ (22:6 ω-3, DHA) και το αραχιδονικό οξύ (20:4 ω-6, AA) παρέχονται από τη μητέρα μέσω του θηλασμού.

Ένα βασικό σύμπτωμα της ανεπάρκειας απαραίτητων λιπαρών οξέων είναι η πολυδιψία, που όμως δεν συνοδεύεται από πολυουρία.

Οι Colguhoun και Βunday ανάφεραν πρώτοι ότι παιδιά με υπερκινητικότητα εμφάνιζαν πολυδιψία, όχι όμως και πολυουρία (όπως σε συνθήκες σακχαρώδη διαβήτη). Μάλιστα, υπάρχει και αναφορά συσχέτισης της ανεπάρκειας των ω-3 λιπαρών οξέων και της μαθησιακής δυσκολίας.

Από τα φωσφολιποειδή, η φωσφατιδυλοχολίνη είναι ποσοτικά η πιο συχνή στις βιολογικές μεμβράνες. Ο μεταβολίτης της, διμεθυλαιθανολαμίνη (DMAE), δοκιμάστηκε σε παιδιά με ADHD και αποδείχθηκε αποτελεσματική σε μικρές δόσεις.

Αφετέρου, χορηγούμενη ως διαιτητικό συμπλήρωμα, η φωσφατιδυλοσερίνη ενεργοποιεί τον ανθρώπινο εγκέφαλο, διευκολύνοντας τη σύναψη των νευρώνων και τη διέγερση του μεταγωγέα της ντοπαμίνης. Σε δόσεις 200-300 mg/μέρα για 4 μήνες, η φωσφατιδυλοσερίνη βελτίωσε την ικανότητα προσοχής και εκμάθησης.

Αμινοξέα

Πολλοί από τους νευροδιαβιβαστές, προέρχονται μεταβολικά από αμινοξέα. Αναλύσεις πλάσματος έδειξαν ότι η φαινυλαλανίνη, η τυροσίνη, η θρυπτοφάνη και η ισολευκίνη ήταν μειωμένες στα παιδιά με ADHD, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.

Σε ενήλικες με ADHD, η θεραπεία με L-τυροσίνη προκάλεσε βελτίωσε συμπτωμάτων.

Βιταμίνες του συμπλέγματος Β

Φάνηκε ότι τα παιδιά με ADHD ανταποκρίνονται ποικιλοτρόπως στη θεραπεία με βιταμίνες Β και ότι η πυριδοξίνη (Β6) και η θειαμίνη ανταγωνίζονται μεταξύ τους όταν χορηγηθούν μαζί. Η θεραπεία με μεμονωμένες βιταμίνες του συμπλέγματος Β μπορεί να είναι κάποιες φορές απαραίτητη για να αποκατασταθούν τα μειωμένα επίπεδά τους στο πλάσμα, αλλά και για να αυξηθεί η παραγωγή των νευροδιαβιβαστών.

Η πυριδοξίνη ειδικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αύξηση της σεροτονίνης στο πλάσμα ασθενών με ADHD.

Σίδηρος

Η ανεπάρκεια σιδήρου αποτελεί την πιο συνηθισμένη διατροφική έλλειψη στα παιδιά. Σχετίζεται με μειωμένη προσοχή, μικρή ικανότητα συγκέντρωσης και μειωμένα επίπεδα δραστηριότητας. Σε μια μη ελεγχόμενη μελέτη στο Ισραήλ, σε παιδιά που υπέφεραν από ADHD, βρέθηκε βελτίωση της συμπτωματολογίας μετά τη συμπλήρωση με σίδηρο.

Μαγνήσιο

Η ανεπάρκεια σε μαγνήσιο φαίνεται να απαντάται συχνά σε παιδιά με ADHD. Σε μια έρευνα σε 116 παιδιά με ADHD, το 95% αυτών είχε μειωμένα επίπεδα μαγνησίου πλάσματος. Επίσης, η διαιτητική συμπλήρωση με μαγνήσιο μείωσε τα συμπτώματα υπερκινητικότητας.

Ψευδάργυρος

Αρκετές έρευνες υποστηρίζουν ότι τα επίπεδα ψευδαργύρου σε ασθενείς με ADHD είναι μειωμένα. Αποτελέσματα από μια ελεγχόμενη δοκιμασία υποδεικνύουν ότι μειωμένα επίπεδα ψευδαργύρου αντικατοπτρίζουν μικρή απόκριση στη θεραπεία του συνδρόμου με αμφεταμίνες.

Συμπεράσματα

Υπάρχει μεγάλη διχογνωμία όσον αφορά την επίδραση των τροφικών συστατικών στη συμπεριφορά των υπερκινητικών παιδιών. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι κάποια παιδιά είναι πιο ευαίσθητα σε ένα ή περισσότερα συστατικά των τροφίμων, που μπορεί να προκαλούν ή να επιδεινώνουν τα συμπτώματα.

Φαίνεται όμως πως είναι ανώφελο να προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε κάποιο συγκεκριμένο τρόφιμο ή ουσία που προκαλεί εμφάνιση συμπτωμάτων αναλόγων του ADHD, από τη στιγμή που δεν αντιδρούν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο στα ερεθίσματα.

Τόσο τα αμινοξέα όσο και τα λιποειδή που εμπλέκονται στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών μπορεί να αποτελέσουν μια εναλλακτική μη φαρμακευτική θεραπεία των συμπτωμάτων του συνδρόμου. Ίσως η χρήση του τοπογραφικού ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, που πρώτοι εφάρμοσαν οι Uhlig και συνεργάτες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό εργαλείο ανίχνευσης της ευαισθησίας σε τροφικά συστατικά.

 

 

  ΠΗΓΗ: www.iatronet.gr